- λωλάδα
- η (Μ λωλάδα) [λωλός]1. η κατάσταση τού τρελού, η τρέλα2. ανοησία, μωρία, απερισκεψίανεοελλ.ζάλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λωλάδα — λωλάδα, η και λωλαμάρα, η τρέλα, ασυλλόγιστη ενέργεια: Δεν ανέχομαι να κάνεις λωλάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λωλαμάρα — η [λωλαμός] λωλάδα … Dictionary of Greek
λώλα — η 1. λωλάδα, τρέλα 2. ανοησία, απερισκεψία 3. φρ. «τήν έκανε λώλα» παλάβωσε, τρελάθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωλός, κατά το σχήμα τρελός: τρέλα, λεπρός: λέπρα, πικρός: πίκρα] … Dictionary of Greek
λώλαμα — το [λωλαίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λωλαίνω, λωλάδα, ξεμώραμα … Dictionary of Greek
λωλαμάρα — η η τρέλα, η επιπόλαιη πράξη, η λωλάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λώλαμα — το, ατος η τρέλα, η λωλάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)